🇬🇧 en el 🇬🇷
border control noun |
|
---|---|
|
έλεγχος συνόρων, έλεγχος των συνόρων, συνοριακός έλεγχος |
Wiktionary Links
- English: border control
border control noun |
|
---|---|
|
έλεγχος συνόρων, έλεγχος των συνόρων, συνοριακός έλεγχος |